Αναμφισβήτητα, όλοι μας έχουμε βρεθεί στη δυσμενή θέση να εκφράσουμε την άρνησή μας, απέναντι σε μία κατάσταση ή ένα πρόσωπο και αντί αυτού καταλήγουμε να θυματοποιούμε τα θέλω και τις ανάγκες μας, εξαιτίας απρεπών πρεπισμών και καταναγκαστικών συνηθειών, που μουδιάζουν τη δύναμη της άρνησης.
Πόσες φορές θέλουμε να φωνάξουμε όχι στην καθημερινότητα μας και δειλιάζουμε;
Σε μία δουλειά, που δεν μας ικανοποιεί; Σε μία σχέση τοξική, που αναβάλλει και καθυστερεί τη ζωή μας; Σε μία φιλία που δεν πληροί τις προϋποθέσεις για μία κοινή εξελικτική πορεία; Σε έναν εαυτό που δε μας γεμίζει και δε μας ικανοποιεί;
Είναι πολύ εύκολο να ακολουθήσεις μια “Ρουτίνα Λαβυρίνθου” και να διυλίζεις τη ζωή σου στο ίδιο μοτίβο παράλυσης ενός αυτοματοποιημένου “Ναι” και μιας ανούσιας (απο)δεκτικότητας, το οποίο δεν είναι τίποτα άλλο από ένα παρασκεύασμα απώλειας αυτοελέγχου και αυτοεκτίμησης.
Όταν αδυνατείς να αρνηθείς, αρνείσαι τον αυτοσεβασμό σου και γίνεσαι ανδρείκελο τρίτων παραγόντων, μέτρων και σταθμών. Αναβάλλεις να τραβήξεις διαχωριστικές γραμμές και να θέσεις τα όρια σου, τα οποία, από ένα σημείο και έπειτα, γίνονται δυσδιάκριτα, αν όχι ανύπαρκτα.
Οι υποχρεώσεις που αποδέχεσαι, πρέπει να είναι προϊόν επιλογής σου και όχι να γίνεσαι εσύ το προϊόν τους.
Επιτρέποντας στον εαυτό μας να θεωρήσει δεδομένη την ύπαρξή του, μεγαλώνουμε χωρίς να ωριμάζουμε. Η δύναμη που κρύβει ένα “Όχι” είναι η πρώτη απόδειξη κατανόησης των θέλω μας και μια ένδειξη συνειδητοποίησης της ατομικής ελευθερίας μας.
Όσες φορές συρρικνώσαμε την αξιοπρέπειά μας με την αποδοχή καταστάσεων, που δεν αντιπροσωπεύουν το Είναι μας είναι εκείνες, που φοβηθήκαμε την αντίδραση του κόσμου και την εν δυνάμει απόρριψή του.
Στην έννοια του κόσμου, συγκαταλεγεται ο φίλος μας, ο δεσμός μας, ο πατέρας μας, ο εργοδότης μας, και ούτω καθεξής. Στην προσπάθεια μας να φανούμε καλοί στα μάτια του κόσμου ξεχάσαμε, ότι σε αυτόν τον κόσμο ζούμε και εμείς.
Καλύπτουμε επιφανειακά κενά και αφήνουμε εκτεθειμένο τον ψυχισμό μας και τις ανάγκες μας.
Η κοινή γνώμη, λανθασμένα συσχετίζει το “Όχι” με τον αρνητισμό, ενώ μεταφράζει -ξανά λανθασμένα-, την αποδοχή των πάντων σε θετική σκέψη και τόλμη.
Άραγε, μία άρνηση δηλώνει πάντα ενοχή και φόβο ή τις περισσότερες φορές -θα έπρεπε- να συμβαίνει το αντίθετο;
Δεν προσπαθώ να περάσω κάποιο μήνυμα αδιάλλακτης άρνησης, όμως, ολοφάνερα θέλω να καταστήσω σαφή την έκδηλη διαφορά της από την τυφλή αποδοχή.
Λέμε “Ναι” στο μεγαλύτερο κομμάτι της ζωής μας, γιατί ενδόμυχα θέλουμε να αρέσουμε στους άλλους. Όταν, όμως, συνειδητοποιήσουμε πως με ενα ειλικρινές “Όχι” γινόμαστε αρεστοί στον αυστηρότερο κριτή όλων, τον εαυτό μας, θα αρχίσουμε να αναθεωρούμε για τον πρότερο/πρωτόγονο εαυτό μας.
Στην προσπάθεια μας να μη λερώσουμε την αυτοεικόνα μας, μολύνουμε την ανεκτίμητη αξία της ειλικρίνειας απέναντι στους άλλους, αλλά και σε εμάς.
Δεν είναι καθόλου εύκολο να επαναρρυθμίσουμε βασικές λειτουργίες του εγκεφάλου μας, ο οποίος, επιστημονικά αποδεδειγμένα, αντιδρά δέκα φορές πιο έντονα σε ένα αρνητικό πάρα σε ένα θετικό σήμα.
Ένα “Όχι” μπορεί να καταγραφεί ανεξίτηλα στον ανθρώπινο εγκέφαλο, ενώ ένα “Ναι” να μην καταφέρει να αγγίξει καν τη βραχεία μνήμη.
Η αρχή των πάντων μπορεί να συντελείται με ένα ναι, όμως η συντήρησή τους εμπεριέχει αναπόδραστα πολλά ηχηρά “Όχι”.